- ένουρος
- ος , ον хвостатый
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ένουρος — η, ο αυτός που έχει ουρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < εν + ουρά. Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στο Ναυτικόν Ονοματολόγιον] … Dictionary of Greek